επιρρώομαι — ἐπιρρώομαι (αρχ. επικ. ενεστ. αντί ἐπιρρώνυμαι) (Α) [ρώομαι] 1. βάζω όλες μου τις δυνάμεις, εργάζομαι εντατικά («μύλαι εἵατο..., τῇσιν... ἐπερρώοντο γυναῑκες ἄλφιτα τεύχουσαι», Ομ. Οδ.) 2. (για κωπηλάτες) κωπηλατώ με όλες τις δυνάμεις μου 3. (με… … Dictionary of Greek
ἐπερρώοντο — ἐπιρρώομαι apply one s imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερρώοντ' — ἐπερρώοντο , ἐπιρρώομαι apply one s imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερρώσαντο — ἐπιρρώννυμι add strength to aor ind mid 3rd pl ἐπιρρώομαι apply one s aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερρώσατο — ἐπιρρώννυμι add strength to aor ind mid 3rd sg ἐπιρρώομαι apply one s aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρωσάμενος — ἐπιρρώννυμι add strength to aor part mid masc nom sg ἐπιρρώομαι apply one s aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρώσασθαι — ἐπιρρώννυμι add strength to aor inf mid ἐπιρρώομαι apply one s aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρώσηται — ἐπιρρώννυμι add strength to aor subj mid 3rd sg ἐπιρρώομαι apply one s aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρώσῃ — ἐπιρρώσηι , ἐπίρρωσις strengthening fem dat sg (epic) ἐπιρραίνω sprinkle upon fut part act fem dat sg (attic epic ionic) ἐπιρρώννυμι add strength to aor subj mid 2nd sg ἐπιρρώννυμι add strength to aor subj act 3rd sg ἐπιρρώννυμι add strength to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίρρωσαι — ἐπιρρώννυμι add strength to aor imperat mid 2nd sg ἐπιρρώομαι apply one s aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)